συνέντευξη - entretien

22/04/2007

Το κόκκινο φεγγάρι

Πίσω απ’ τους μουντούς μπερντέδες των δέντρων
-κάτι στο χώμα ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο κρέας- κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο.
Ο σκύλος, με το στομάχι του βαρύ απ’ όλη την τρυφερότητα
της άσπορης καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο μαύρο χώμα.
Το σπίτι μουγκό, φιμωμένο με γάζες-ενοχές, γάζες-μνήμες·
ξανθές γυναίκες χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους σοβάδες. Άντρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας.
Όλα ανασαίνουν βαριά σαν να’ χαν καταπιεί το κώνειο
κι η παραλυσία να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φώς
στις πλάκες.
Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μες’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα.
Μύρισαν δάκρυα τα χόρτα κι όπως έμπαινε μια άνοιξη
κάπου… από κάπου, το πεύκο, στο σκοτεινό του μέλλον βυθισμένο, ελάχιστ’ από τους κίτρινους ανθούς θελγόταν.
Κάποιος άνεμος σηκώθηκε βάρβαρος
σαν βιαστικός εραστής χωρίς φαντασία
κι όλα τα ποιήματα που είχα ακούσει στη ζωή μου
ξανάρχονταν από μακριά να με κηδέψουν.
Κι ήταν σαν να ταξίδευα με τρένο,
ν’ άφηνα πίσω μου τη γη κάποιου κεφιού
και να’ μπαίνε το σώμα μου σε μελανό δρυμό.
Έφταιγε ο σκύλος που υπόφερε, έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα,
πού σαν φαντάσματα τριγύριζαν στον κήπο·
αλλιώς τα ήξερα, όταν ένας άγγελος, που θα’ χει κιτρινίσει πιά,
τα σκέπαζε με δάχτυλα μακριά κι έχυνε
μια άλιωτη μυρωδιά στα πρόσκαιρα στιχάκια.
Τώρα μοιάζει με παραίσθηση πώς πράγματα αιώνια
σαν τις πέτρες, στις ρομαντικές σκηνές της ζωής μας, καταδέχτηκαν να παίξουν ένα ρόλο. Ανάτειλε ο φόβος
μια κόκκινη σήψη. Λές : έχει προχωρήσει
κι εσύ έχεις κλείσει τα μάτια.

in Επίλογος Αέρας

Επίλογος αέρας - Vent d’épilogue

Ο αέρας σηκώνει τα κρίματα μας ψηλά,
τα στροβιλίζει για λίγο μακριά
απ’ τις κουτές σκευωρίες μας
και τ’ αφήνει να πέσουν πάλι στη γη·
εκεί ν’ ανθήσουν.
νωπές ακόμη παίρνει τις λεξούλες
να, εκεί έλα,
τις ακουμπάει στις κορφές
των αισιόδοξων δέντρων
και τις καθίζει μετά στο χώμα
σαν αναμνηστικά ξεραμένα τίποτα.
Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα
της μικρής νουβέλας
κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη
η σελίδα της ζωής μας, για να διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία
σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο.


------------------------------------------------------------


Le vent soulève bien haut nos fautes,
il les fait tournoyer brièvement loin
de nos machinations idiotes
et les laisse retomber à terre ;
pour qu’elles s’y épanouissent.
Il saisit les petites paroles toutes fraiches encore
voilà, viens là,
les dépose sur les cimes
des arbres confiants
et les laisse choir ensuite dans la poussière
comme des souvenirs desséchés de rien.
Le vent soulève les feuillets arrachés
de la courte nouvelle
et, au fur et à mesure qu’ils s’élèvent, est rendue lisible
la page de notre vie, pour être lue un jour de calme plat,
comme un sens à nous donné en entier.

"Vent d'épilogue", 1990.


Traduction : Marie-Laure Coulmin Koutsaftis.

Η ουλή - La cicatrice

Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου·
οι πόνοι που δοκίμαζα στο απηχτό μου σώμα
πίσω με σπρώχναν στο σκοτάδι της αρχής,
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πως έγινε κι άνθισα σε πληγή
πως έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο πύο
και στα ανοιχτά μου μάτια,
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του θανάτου, με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν,
τί έδωσα, τί πήρα, από τί παραιτήθηκα,
τί υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…
Ήταν εκβιασμός, συμφωνία, απειλή,
να είμαι ευγνώμων θα έπρεπε για το πετσοκομμένο δώρο της ύπαρξης ή εκδικητική ; Να κοιτάω ψηλά
με είχανε διατάξει ή χαμηλά στη ρίζα της συγγνώμης ;
Ποιάς συγγνώμης, γιατί ; Ποιο ήταν το βάρος
το τόσο ασήκωτο που πριν καν ξεκινήσω
με είχε εξουθενώσει ή μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα κούτσα θα το πήγαινα ως το τέλος ;

Έζησα και άρχισα να παίζω.
Μ’ εμπιστοσύνη στηριζόμουνα στο μηχάνημα
κι ανέβαινα τις σκάλες.
Στο πατάρι έστησα το βασίλειο των ονείρων μου από κομμένα φιγουρίνια· Φλωρεντία την έλεγα
τη μαγική μου πόλη, κυρίες λεπτεπίλεπτες και κύριοι με καπέλο.
Στην πορτούλα δίπλα ήταν το καζανάκι του μπάνιου,
που ξέσπαγε πού και πού σαν κεραυνός
πάνω από τις άυλες συνήθειες των ηρώων μου.
Από κάτω ανέβαινε η ζέστα του κόσμου τούτου, η κουζίνα ολόκληρη με μυρωδιές, θορύους γνώστούς, σπιτικές φωνές : Τι ώρα είναι ; Καθάρισες πατάτες ;
Η κουζίνα και η χάρτινη μου φαντασία, τόσο νωρίς λοιπόν χαράζονται οι πόλοι ;


--------------------------------------------------------


Au lieu d’une étoile, une cicatrice brillait au-dessus de ma naissance ;
les douleurs qu’endurait mon corps informé me refoulaient dans l’obscurité du commencement,
je marchais à quatre pattes dans le néant, mes doigts minuscules
agrippaient la mort, jouet noir et brillant.
Je ne me rappelle pas comment j’ai pu m’épanouir dans une plaie,
comment j’ai appris à me tenir entre le pus et mes yeux ouverts,
mais là où ma mère escomptait que comme une feuille à l’eau, le courant de la mort m’emporterait avant que j’ai jamais navigué,
elle me vit de manière inattendue surgir de l’obscurité.
Qui sait en une nuit quelles tractations eurent lieu, ce que j’ai donné, ce que j’ai pris, de quoi j’ai démissionné, ce que j’ai promis pour que la vie me garde à son service…
Etait-ce un chantage, un accord, une menace, fallait-il que je sois reconnaissante ou vindicative pour ce don déchiqueté de l’existence ? M’avait-on ordonné de lever les yeux fièrement ou de les baisser vers la racine du pardon ?
De quel pardon, pourquoi ?
Quel était ce fardeau tellement insupportable qui m’avait éreintée, avant même que je ne commence ? Ou bien m’étais-je chargée d’une autre charge et clopin-clopant devais-je l’emmener jusqu’au bout ?


Je vécus donc et commençai à jouer.
Je m’appuyais avec confiance sur la prothèse
et je montais les escaliers.
Dans le grenier, je construisis le royaume de mes rêves
avec des figures de papier ; j’appelais Florence
ma ville magique, avec des dames délicates et des messieurs à chapeaux.
Près de la porte il y avait la chasse d’eau de la salle de bain,
qui éclatait de temps en temps comme un coup de tonnerre
au-dessus des habitudes immatérielles de mes personnages.
D’en bas montait la chaleur de ce monde,
la cuisine entière avec des odeurs, des bruits connus,
des voix familières : quelle heure est-il ? As-tu pelé les pommes de terre ?
La cuisine et mon imagination de papier –
c’est donc si tôt que se fixent les pôles d’attraction ?



Traduction : Marie-Laure Coulmin Koutsaftis.

Η διήγηση του Εγώ (Απόπειρα αυτογραφίας) - Le récit du moi (Tentative d’autobiographie)

Πρόλογος

Απόψε μου μαράθηκε το στόμα
την ώρα που έπλεα λάμνοντας μες στους ύπνους
κλειδωμένη στο σαρκοφάγο φόβο.
Τα άμοιρα τα χείλια μου
τα πετσόκοψε το κοφτερό σκοτάδι,
τριφτήκανε κι ανοίξανε
σαν κάτι παλιές βελούδινες κουρτίνες.
Κατάλαβα ότι λίγο λίγο έλιωνε η πολύτιμη σάρκα τους
και τέλειωνε εδώ η περιπέτειά τους.
Το πρωί ίσως τίποτα να μη φαίνεται
από το θάνατό τους,
όμως εγώ θα ξέρω πως μόλις διάβηκαν
τα δυο σφιχτά αγκαλιασμένα
το τελευταίο σύδεντρο μιας πορφύρής ζωής
αφήνοντας κληρονομιά στ’ αγέννητα μωρά
κεινη τη μοναδική της υγρασίας λάμψη.


----------------------------------------------------------


Prologue

Cette nuit, ma bouche s’est fanée alors que je ramais à travers les sommeils,
enfermée dans la peur carnivore.
Mes malheureuses lèvres
l’obscurité tranchante les a déchiquetées
elles se sont râpées et fendues,
comme de vieux rideaux de velours.
Je compris que petit à petit fondait leur chair précieuse
et qu’ici s’arrêtait leur aventure.
Peut-être qu’au matin rien ne se verra
de leur mort
mais moi je saurai qu’elles viennent juste de traverser,
serrées fort l’une contre l’autre,
la dernière forêt d’une vie de pourpre
laissant en héritage aux bébés pas encore nés
cette brillance sans pareille de l’humidité.

Ο οίστρος του θανάτου - L'aiguillon de la mort

Οι γλάροι κουτσομπολεύουνε το φως,
παρέες παρέες πάνω στο κύμα
σχολιάζουνε τις τόσες του ελλείψεις,
απ’ όλες η χειρότερη η νύχτα.
Κάτι γλυκό
σαν σιρόπι δένει μέσα μου
κι είναι ο φόβος για τη μαύρη τρύπα
που από πάνω της
σαν μυγίτσα κρέμομαι.
Προτροπές ακούω :
Έλα, έλα να χορέψεις
τον κουτσό χορό σου
στις γλιστερές επιφάνειες της νοσταλγίας,
έλα, έλα να πεις
λογάκια τελευταία
για το πώς χύνονταν το μέσα έξω
για το πώς το έξω ορμούσε μέσα
και καταργούσε την ιεραρχία
των ονείρων.
Ά ! τι έφεση για παράδεισο και τούτη !
Σαν να περίμενε κάτω από το δέντρο
άντρας θείος γαλανός,
σαν να σχεδιάζεις ταξίδι μακρινό
με το δάχτυλο στο χάρτη,
σαν ένα ποίημα να ξεπετάγεται ζεστό
περνώντας, ένα θεός ξέρει
μέσ’ από πόσα δάκρυα,
ακράτητος ανέρχεται
ο οίστρος του θανάτου.


-----------------------------------------------------------------------


Les mouettes médisent de la lumière

par petits groupes sur les vagues
elles commentent ses nombreuses lacunes

dont la pire de toutes est la nuit.
Quelque chose de sucré
comme un sirop se lie en moi :
et c'est la peur du trou noir
sur lequel

comme un moucheron je m’accroche.
J’entends des encouragements :
Viens, viens danser

ta danse boiteuse
sur les surfaces glissantes de la nostalgie,
viens, viens dire

quelques dernières petites paroles
comment l'intérieur se répandait dehors
comment l'extérieur s'engouffrait au-dedans
et abolissait la hiérarchie
des rêves.
Ah vraiment ! quel goût pour le paradis !
Comme si sous l’arbre attendait
un homme divin aux yeux bleus,
comme quand tu dessines un voyage lointain
avec le doigt sur la carte,
comme un poème surgissant tout chaud
en passant à travers dieu sait

combien de larmes,
irrésistible s'élève
l'aiguillon de la mort.

"Nature vide" 1996, in "Ποιήματα 1986-1996", Kastaniotis?
Traduction : Marie-Laure Coulmin Koutsaftis

Σαν μιά σκιά χειμερινή - Comme une ombre hivernale

Σιάζομαι στη σκιά μου·
καρφιτσώνω τα τσουλούφια του χρόνου
που ξεφεύγουν απ’ το σκούρο οβάλ μου
ενώ από πίσω ένα φως ανεξήγητό
με φωτίζει στη σεμνή αυτή τουαλέτα.
Έπειτα, ακίνητη για μια στιγμή
πριν πατήσω το πετάλι
και γυρίσουν οι δυο ρόδες
-μια για τη ζωή, μια για το θάνατο -
εναποθέτω την εμπιστοσύνη μου
στο δρομάκι του σπιτιού μου
όπου γενιές παιδιών ξεπετάγονται το δείλι
και σαν τον ανυποψίαστο σκαντζόχοιρο
διασχίζουνε το χρόνο.
Όσο το πέρασμα του βελονωτού ζώου απέναντι
τόσο βαστάει κι η ζωή των παιδικών ανθρώπων.
Τα πρόσωπα τ’ αναγνωρίζω
γιατί ήξερα τη γιαγιά τους
και οι φωνές – της μικρής «όχι!»
της μάνας της «οχιά!» -
ηχούν σαν τότε… Πότε;
πριν απ’ το φόβο για ό, τι είναι να έρθει
πριν απ’ τον τρόμο για ό, τι είναι ήδη εδώ
πριν απ’ αυτό το «εγώ», μια σκιά χωρίς καθρέφτη.


----------------------------------------------------------


Je me refais une beauté grâce à mon ombre ;
j’épingle les mèches du temps
qui échappent de mon ovale sombre
alors que par derrière une lumière inexplicable
m’éclaire dans cette tenue modeste.
Ensuite, immobile pour un instant
avant de pousser sur la pédale
et que ne tournent les deux roues
- une pour la vie, une pour la mort -
je dépose ma confiance
dans la ruelle de ma maison
là où des générations d’enfants surgissent au couchant
et comme un hérisson sans méfiance
traversent le temps.
Autant que le passage en face d’un animal épineux,
c’est tout ce que dure la vie des humains enfantins.
Les visages je les reconnais
car je connaissais leur grand-mère
et les voix - de la petite « non ! »
de sa maman « guenon ! » -
résonnent comme autrefois… Quand ?
Avant la peur de ce qui doit arriver
avant la terreur de ce qui est déjà là
avant ce « Moi », une ombre sans miroir.



in Του έρωτα χωρίς μέλλον
in
De l’amour sans avenir.
Traduction : Marie-Laure Coulmin Koutsaftis.

Η πηγή των δακρύων - La source des larmes

Τι με πειράζει στις απεικονίσεις της ερήμου ;
Το φώς, λέω, έτσι όπως πέφτει εκεί
ελεύθερη ουσία, χωρίς να το σταματάει
καμιά ιδέα.
Τα ζώα της, στερεή γνώση της επιβίωσης
και τ’ άστρα σε μιαν άλλη διάταξη
ασκοί σιωπής που πέφτοντας
μεταμορφώνουν την άμμο
σε ανεξίτηλη μοίρα.
Οι αρσενικοί της είναι άνθη σκουροπέταλα
τυλιγμένα στ’ άσπρα κι ακούν σε πνιχτά ονόματα·
θηλυκά όντα δεν έγιναν ποτέ
μονάχα ή ανεμοθύελλα.
Τα μάτια μπαίνουν στο κουκούλι της ζέστης
και στο εσωτερικό της σκέψης
λάμπει το τελευταίο νερό.
Εισχωρώ εκεί που γεννιέται η σκιά μου·
κάποιος στέκεται δροσερός.
Με αγγίζει αυτός ο απών
δάκρυα τρέχουν
η πηγή τους στο κέντρο μου ποτέ δε θα ‘ναι.


------------------------------------------------------

LA SOURCE DES LARMES
Ce qui me bouleverse dans les représentations du désert ?
La lumière, je pense, la façon dont elle tombe là-bas
libre substance, sans que ne l’arrête
aucune idée.
Ses animaux, solide expérience de la survie
et les astres dans une autre disposition
outres de silence qui en tombant
métamorphosent le sable
en destinée indélébile.
Ses mâles sont fleurs aux pétales sombres
enveloppées de blanc et répondent à des noms étouffés ;
il n’y a jamais eu d’êtres féminins
uniquement la tempête.
Les yeux pénètrent dans le cocon de la chaleur
et au-dedans de la pensée
scintille l’eau ultime.
Je m’introduis là où naît mon ombre :
quelqu’un s'y tient tout frais.
Il me touche cet absent
des larmes coulent
leur source en mon centre ne sera jamais.


in Ωραία έρημος η σάρκα
Traduction : Marie-Laure Coulmin Koutsaftis