Τι με πειράζει στις απεικονίσεις της ερήμου ;
Το φώς, λέω, έτσι όπως πέφτει εκεί
ελεύθερη ουσία, χωρίς να το σταματάει
καμιά ιδέα.
Τα ζώα της, στερεή γνώση της επιβίωσης
και τ’ άστρα σε μιαν άλλη διάταξη
ασκοί σιωπής που πέφτοντας
μεταμορφώνουν την άμμο
σε ανεξίτηλη μοίρα.
Οι αρσενικοί της είναι άνθη σκουροπέταλα
τυλιγμένα στ’ άσπρα κι ακούν σε πνιχτά ονόματα·
θηλυκά όντα δεν έγιναν ποτέ
μονάχα ή ανεμοθύελλα.
Τα μάτια μπαίνουν στο κουκούλι της ζέστης
και στο εσωτερικό της σκέψης
λάμπει το τελευταίο νερό.
Εισχωρώ εκεί που γεννιέται η σκιά μου·
κάποιος στέκεται δροσερός.
Με αγγίζει αυτός ο απών
δάκρυα τρέχουν
η πηγή τους στο κέντρο μου ποτέ δε θα ‘ναι.
------------------------------------------------------
LA SOURCE DES LARMES
Ce qui me bouleverse dans les représentations du désert ?
La lumière, je pense, la façon dont elle tombe là-bas
libre substance, sans que ne l’arrête
aucune idée.
Ses animaux, solide expérience de la survie
et les astres dans une autre disposition
outres de silence qui en tombant
métamorphosent le sable
en destinée indélébile.
Ses mâles sont fleurs aux pétales sombres
enveloppées de blanc et répondent à des noms étouffés ;
il n’y a jamais eu d’êtres féminins
uniquement la tempête.
Les yeux pénètrent dans le cocon de la chaleur
et au-dedans de la pensée
scintille l’eau ultime.
Je m’introduis là où naît mon ombre :
quelqu’un s'y tient tout frais.
Il me touche cet absent
des larmes coulent
leur source en mon centre ne sera jamais.
in Ωραία έρημος η σάρκα
Traduction : Marie-Laure Coulmin Koutsaftis